- ἕρπουσα
- ἕρπωserpo)pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑρπούσας — ἑρπούσᾱς , ἕρπω serpo) pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἑρπούσᾱς , ἕρπω serpo) pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… … Dictionary of Greek
αγιούγκα — (ajuga). Χαμηλά, ποώδη μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των χειλανθών. Στο γένος αυτό ανήκουν 50 είδη των εύκρατων περιοχών, από τα οποία μερικά υπάρχουν και στην Ελλάδα. Τα φύλλα τους είναι απλά ή παρουσιάζουν σχισμές. Τα άνθη έχουν χρώμα… … Dictionary of Greek
αλλόπλεκτος — (alloplectus). Γένος αειφύλλων θάμνων της οικογένειας των γεσνεριιδών, ιθαγενών των τροπικών περιοχών της Ασίας και Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι απλά, οδοντωτά με κόκκινη την κάτω επιφάνεια. Τα άνθη τους σχηματίζονται στις μασχάλες των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
κομβόλβουλος ή κονβόλβουλος — (Convolvulus). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 250 είδη σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες ή μικρούς θάμνους, ύψους μέχρι 1 μ. Ο βλαστός είναι όρθιος,… … Dictionary of Greek
λουίζα — Κοινή ονομασία του είδους Lippia citriodora της οικογένειας των βερβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετή φυλλοβόλο θάμνο, ύψους 1 1,50 μ., με μικρά άνθη, λευκού ή ανοιχτού μοβ χρώματος, κατά ταξιανθία φόβη. Τα φύλλα είναι ανοιχτοπράσινα,… … Dictionary of Greek
νεροκολοκυθιά ή φιάλη ή αγγλιά — Μονοετής αναρριχώμενη ή έρπουσα πόα της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής των τροπικών και παρατροπικών περιοχών. Η επιστημονική ονομασία του είναι λαγηναρία η κοινή. Είναι φυτό χνοώδες, με δυνατή μυρωδιά μόσχου, γωνιώδη… … Dictionary of Greek
φράουλα άγρια — Mε το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται 2 φυτά γνωστά με την επιστημονική ονομασία ποτεντίλα η έρπουσα και ποτεντίλα η μικρανθής. Το πρώτο ανήκει στην οικογένεια των ροδιδών και είναι πολυετής πόα, με βλαστούς λεπτούς, μακρούς, που έρπουν και ριζοβολούν … Dictionary of Greek